ὑπερεχόντων

ὑπερεχόντων
ὑπερέχω
hold over
pres part act masc/neut gen pl
ὑπερέχω
hold over
pres imperat act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κόλουσις — κόλουσις, ἡ (Α) [κολούω] βράχυνση, αποκοπή, κολόβωση (α. «ἡ τῶν ὑπερεχόντων σταχύων κόλουσις», Αριστοτ. β. «ἡ κόλουσις κωλύσασα τὴν εἰς τὸν ὄγκον βλάστην», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • υποτάκτης — ὁ, Α [ὑποτάσσω] 1. αυτός που υποτάσσει κάποιον («ὦ τῶν ὑπερεχόντων ὑποτάκται, ὦ τῶν ὑποτεταγμένων ὑψωταί», πάπ.) 2. αξιωματούχος με αρμοδιότητες στους εφήβους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”